- ξεμυστηρεύομαι
- 1. εκμυστηρεύομαι2. εξομολογούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐξ-εμυστηρευσάμην, τού ἐκ-μυστηρεύομαι, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκμυστηρεύομαι — και ξεμυστηρεύομαι εμπιστεύομαι κάτι μυστικά σε κάποιον … Dictionary of Greek
ξεμυστήρεμα — το [ξεμυστηρεύομαι] εκμυστήρευση … Dictionary of Greek